- χειραφετώ
- χειραφετῶ, -έω, ΝΜΑ [χειράφετος]αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνωνεοελλ.απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία2. (κατ' επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία τού άνδρα3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χειραφετημένος, -η, -οαυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι τής ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες τής ευπρέπειας και τής ηθικής.
Dictionary of Greek. 2013.